κατατροχάζω

κατατροχάζω
κατατροχάζω (Α)
(επιτ. τ. τού τροχάζω*)
1. αναγκάζω κάποιον να τρέχει
2. προωθώ, παρακινώ
3. ενεργώ επιδρομή, λεηλατώ, καταστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τροχάζω «τρέχω γρήγορα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”